Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsfiatàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sfjaˈtato] 1 που δεν μπορεί να μιλήσει πια 2 βραχνιασμένος 3 λαχανιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |