Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sèrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛrjo]

το σοβαρό

sèrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsɛrjo]

1 σοβαρός (-ή, -ό)
2 (importante) σπουδαίος (-α, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  serimetro seriore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sul serio = σοβαρά


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

serie (θηλ.ουσ)
serietà (θηλ.ουσ)
serigrafia (θηλ.ουσ)
serigrafico (επίθ.)
serimetro (ουσ αρσ )
serio (ουσ αρσ )
serio (επίθ.)
seriore (επίθ.)
serioso (επίθ.)
seritterio (ουσ αρσ )
sermone (ουσ αρσ )
sermoneggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
serotino (επίθ.)
serotonina (θηλ.ουσ)
serpa (θηλ.ουσ)
serpaio (ουσ αρσ )
serparo (ουσ αρσ )
serpe (θηλ.ουσ)
serpeggiamento (ουσ αρσ )
serpeggiante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---