Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semitonato  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [semitoˈnato]

1 ο της διαφοράς ενός ημιτονίου πιάνου
2 ημιτονικός
3 ο της μισής ή ολόκληρης νότας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semitistica semitondo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semita (επίθ.)
semitappa (θηλ.ουσ)
semitico (αρσ. επίθ και ουσ)
semitista (ουσ αρσ και θηλ.)
semitistica (θηλ.ουσ)
semitonato (επίθ.)
semitondo (επίθ.)
semitono (ουσ αρσ )
semitrasparente (επίθ.)
semitrasparenza (θηλ.ουσ)
semiufficiale (επίθ.)
semiufficioso (επίθ.)
semivestito (επίθ.)
semivivo (επίθ.)
semivocale (θηλ.ουσ)
semivocalico (επίθ.)
semola (θηλ.ουσ)
semolata (θηλ.ουσ)
semolatrice (θηλ.ουσ)
semolino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---