secondàrio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [sekonˈdarjo]
1 επουσιώδης
2 επικουρικός
3 δευτερεύων
4 μέσος (για εκπαίδευση)
5 μεσοζωικός
6 δευτεροβάθμιος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [sekonˈdarjo]
1 επουσιώδης
2 επικουρικός
3 δευτερεύων
4 μέσος (για εκπαίδευση)
5 μεσοζωικός
6 δευτεροβάθμιος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
linea [θηλ.] marittima secondaria = άγονη γραμμή
secondario (αρσ. επίθ και ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android