Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


secondàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [sekonˈdarjo]

1 επουσιώδης
2 επικουρικός
3 δευτερεύων
4 μέσος (για εκπαίδευση)
5 μεσοζωικός
6 δευτεροβάθμιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  secondarietà secondino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


linea [θηλ.] marittima secondaria = άγονη γραμμή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

seconda (θηλ.ουσ)
secondamento (ουσ αρσ )
secondare (ρ. μτβ.)
secondariamente (επίρ.)
secondarietà (θηλ.ουσ)
secondario (αρσ. επίθ και ουσ)
secondino (ουσ αρσ )
secondo (ουσ αρσ )
secondo (πρόθ.)
secondo (επίρ.)
secondoché (σύνδ.)
secondogenita (θηλ.ουσ)
secondogenito (αρσ. επίθ και ουσ)
secondolavorista (ουσ αρσ και θηλ.)
secretaire (ουσ αρσ )
secretivo (επίθ.)
secreto (ουσ αρσ )
secreto (επίθ.)
secretore (επίθ.)
secretorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---