ItalianoGreco


sdolcinatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [zdolʧinaˈtettsa]

1 ενοχλητική διαχυτικότητα
2 σαχλή αισθηματολογία
3 υπερβολικός συναισθηματισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---