ItalianoGreco


scrutatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skrutaˈtore]

1 καταμετρητής ψήφων
2 εξεταστής

scrutatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skrutaˈtore]

1 λεπτομερής
2 ανακριτικός
3 επιστάμενος
4 εξονυχιστικός
5 αναλυτικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---