Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scròcchio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈskrɔkkjo]

1 τρίξιμο
2 τσίρισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scrocchiare scrocco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scriversi (ρ.μ. (αντων.))
scriviritto (ουσ αρσ )
scroccare (ρ. μτβ.)
scroccatore (αρσ. επίθ και ουσ)
scrocchiare (ρ.αμτβ.)
scrocchio (ουσ αρσ )
scrocco (ουσ αρσ )
scroccone (ουσ αρσ )
scrofa (θηλ.ουσ)
scrofola (θηλ.ουσ)
scrofolosi (θηλ.ουσ)
scrofoloso (ουσ αρσ )
scrofoloso (επίθ.)
scrofularia (θηλ.ουσ)
scrollamento (ουσ αρσ )
scrollare (ρ. μτβ.)
scrollarsi (ρ.μ. (αντων.))
scrollata (θηλ.ουσ)
scrollo (ουσ αρσ )
scrosciante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---