Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [raˈdjoso], [raˈdjozo]

1 εκθαμβωτικός
2 σπινθηροβόλος
3 φαεινός
4 αστραποβόλος
5 αστραφτερός
6 στιλπνός
7 λαμπροφόρος
8 λαμπερός
9 φωτοβόλος
10 φεγγοβόλος
11 ολόλαμπρος
12 σελασφόρος
13 ακτινοβόλος
14 αγλαός
15 λαμπρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radiosità radiosonda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

radiosegnalazione (θηλ.ουσ)
radiosegnale (ουσ αρσ )
radiosensibilità (θηλ.ουσ)
radiosentiero (ουσ αρσ )
radiosità (θηλ.ουσ)
radioso (επίθ.)
radiosonda (θηλ.ουσ)
radiosorgente (θηλ.ουσ)
radiostazione (θηλ.ουσ)
radiostella (θηλ.ουσ)
radiosveglia (θηλ.ουσ)
radiotassì (ουσ αρσ )
radiotaxi, radiotaxì (ουσ αρσ )
radiotecnica (θηλ.ουσ)
radiotecnico (αρσ. επίθ και ουσ)
radiotelefonia (θηλ.ουσ)
radiotelefonico (επίθ.)
radiotelefonista (ουσ αρσ και θηλ.)
radiotelefono (ουσ αρσ )
radiotelefotografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---