Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


logicìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [loʤiˈʧizmo]

λογικισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  logicamente logicista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

loggiato (ουσ αρσ )
loggione (ουσ αρσ )
loggionista (ουσ αρσ και θηλ.)
logica (θηλ.ουσ)
logicamente (επίρ.)
logicismo (ουσ αρσ )
logicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
logicità (θηλ.ουσ)
logico (επίθ.)
logistica (θηλ.ουσ)
logistico (επίθ.)
loglierello (ουσ αρσ )
loglio (ουσ αρσ )
logografia (θηλ.ουσ)
logografo (ουσ αρσ )
logogrifo (ουσ αρσ )
logomachia (θηλ.ουσ)
logopatia (θηλ.ουσ)
logopedia (θηλ.ουσ)
logoplegia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---