Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fotorepòrter  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,fɔtoreˈpɔrter]

1 φωτογράφος εντύπου
2 φωτορεπόρτερ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fotoreportage fotoriproduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fotomontaggio (ουσ αρσ )
fotone (ουσ αρσ )
fotoreazione (θηλ.ουσ)
fotorecettore (αρσ. επίθ και ουσ)
fotoreportage (ουσ αρσ )
fotoreporter (ουσ αρσ και θηλ.)
fotoriproduzione (θηλ.ουσ)
fotoromanzo (ουσ αρσ )
fotosensibile (επίθ.)
fotosfera (θηλ.ουσ)
fotosintesi (θηλ.ουσ)
fotostabile (επίθ.)
fotostatico (επίθ.)
fototeca (θηλ.ουσ)
fototecnico (ουσ αρσ )
fototelegrafia (θηλ.ουσ)
fototerapia (θηλ.ουσ)
fototerapico (επίθ.)
fototessera (θηλ.ουσ)
fototipia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---