Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elettrònica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [eletˈtrɔnika]

1 ηλεκτρονική
2 ηλεκτρονικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elettronegativo elettronico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


posta [θηλ.] elettronica = το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elettromotrice (θηλ.ουσ)
elettronarcosi (θηλ.ουσ)
elettrone (ουσ αρσ )
elettronegatività (θηλ.ουσ)
elettronegativo (επίθ.)
elettronica (θηλ.ουσ)
elettronico (επίθ.)
elettronvolt (ουσ αρσ )
elettroplaccare (ρ. μτβ.)
elettroplaccatura (θηλ.ουσ)
elettropneumatico (επίθ.)
elettropompa (θηλ.ουσ)
elettropositività (θηλ.ουσ)
elettropositivo (επίθ.)
elettroscopio (ουσ αρσ )
elettrosensibile (επίθ.)
elettroshock (ουσ αρσ )
elettrosincrotrone (ουσ αρσ )
elettrostatica (θηλ.ουσ)
elettrostatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---