Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


elettrodomèstico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [elettrodoˈmɛstiko]

η ηλεκτρική οικιακή συσκευή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  elettrodo elettrodotto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


elettrodomestici [αρσ. πλυθ.] = οι οικιακές συσκευές [f.] || elettrodomestico [αρσ.] = η οικιακή συσκευή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

elettrodialisi (θηλ.ουσ)
elettrodinamica (θηλ.ουσ)
elettrodinamico (επίθ.)
elettrodinamometro (ουσ αρσ )
elettrodo (ουσ αρσ )
elettrodomestico (ουσ αρσ )
elettrodotto (ουσ αρσ )
elettroencefalografia (θηλ.ουσ)
elettroencefalografico (επίθ.)
elettroencefalografo (ουσ αρσ )
elettroencefalogramma (ουσ αρσ )
elettroesecuzione (θηλ.ουσ)
elettrofiltro (ουσ αρσ )
elettrofisiologia (θηλ.ουσ)
elettroforesi (θηλ.ουσ)
elettroforo (ουσ αρσ )
elettrogenesi (θηλ.ουσ)
elettrogenetico (επίθ.)
elettrogeno (επίθ.)
elettroidraulica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---