Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


citatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧitaˈtore]

1 μηνυτής
2 ενάγων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  citarista citatoria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cistotomia (θηλ.ουσ)
citabile (επίθ.)
citante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
citare (ρ. μτβ.)
citarista (ουσ αρσ και θηλ.)
citatore (ουσ αρσ )
citatoria (θηλ.ουσ)
citazione (θηλ.ουσ)
citera (θηλ.ουσ)
citeriore (επίθ.)
citiso (ουσ αρσ )
citochimica (θηλ.ουσ)
citocromo (ουσ αρσ )
citofagia (θηλ.ουσ)
citofonare (ρ.αμτβ.)
citofono (ουσ αρσ )
citogenetica (θηλ.ουσ)
citologia (θηλ.ουσ)
citologico (επίθ.)
citologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---