Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


càpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkapo]

1 (comandante) ο αρχηγός
2 (dirigente) ο προϊστάμενος
3 (testa) το κεφάλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  capitozzare capoarea  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


da capo = από την αρχή || da capo a piedi = από την κορφή ως τα νύχια || il capo [αρσ.] = ο επικεφαλής


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

capitombolare (ρ.αμτβ.)
capitombolo (ουσ αρσ )
capitone (ουσ αρσ )
capitozza (θηλ.ουσ)
capitozzare (ρ. μτβ.)
capo (ουσ αρσ )
capoarea (ουσ αρσ και θηλ.)
capobanda (ουσ αρσ και θηλ.)
capobarca (ουσ αρσ και θηλ.)
capocaccia (ουσ αρσ )
capocameriere (ουσ αρσ )
capocannoniere (ουσ αρσ )
capocantiere (ουσ αρσ και θηλ.)
capocarceriere (ουσ αρσ )
capocarro (ουσ αρσ )
capocchia (θηλ.ουσ)
capoccia (ουσ αρσ )
capocciata (θηλ.ουσ)
capocellula (ουσ αρσ και θηλ.)
capocenturia (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---