Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πολιτικά [ουσ ουδ πληθ.] πολλαπλασιαστής [ουσ αρσ ]
πολιτικά [επίρ.] πολλαπλασιαστικός [επίθ.]
πολιτικάντης {κ. πολιτι... πολλαπλάσιο [ουσ ουδ.]
πολιτική [θηλ.ουσ] πολλαπλάσιος [επίθ.]
πολιτικιά [θηλ.ουσ] πολλαπλός [επίθ.]
πολιτικοποίηση {-ης κ. -ή... πολλαπλότητα {χωρ. πληθ...
πολιτικοποιώ {πολιτικοπ... πολλοί [επίθ.]
πολιτικός [επίθ.] πολλοί [αντων.]
πολιτικός [ουσ αρσ και θηλ.] πόλο {άκλ.}
πολιτισμένος [επίθ.] πόλος [ουσ αρσ ]
πολιτισμός [ουσ αρσ ] πολτοειδής {πολτοειδ-...
πολιτιστικά [επίρ.] πολτοποιημένος [επίθ.]
πολιτιστικός [επίθ.] πολτοποίηση [θηλ.ουσ]
πολιτογράφηση {-ης κ. -ή... πολτοποιητής [ουσ αρσ ]
πολιτογραφούμαι [ρ. παθ.] πολτοποιούμαι [ρ.]
πολιτογραφώ {πολιτογρα... πολτοποιώ {πολτοποιε...
πολιτοκός [επίθ.] πολτός [ουσ αρσ ]
πολιτοφύλακας {πολιτοφυλ... πολτώδης {πολτώδ-ου...
πολιτοφυλακή {χωρ. πληθ... πολύ [επίρ.]
πολίχνη {πολιχνών} πολυαγαπημένη [θηλ.ουσ]
πολλαπλασιάζομαι [ρ. παθ.] πολυαγαπημένοι [ουσ αρσ πληθ.]
πολλαπλασιάζω {πολλαπλασ... πολυαγαπημένος [επίθ.]
πολλαπλασιασμένος [επίθ.] πολυαγαπώ {πολυαγαπά...
πολλαπλασιασμός [ουσ αρσ ] πολυαιθέρας [ουσ αρσ ]
πολλαπλασιαστέος [επίθ.] πολυαιθυλένιο {πολυαιθυλ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: