Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπολλαπλασιάζομαι
ρήμα παθητικό 1 generare 2 moltiplicarsi (vrifl) 3 proliferare (vi) 4 prolificare (vi) 5 riprodursi (vrifl) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |