Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ψύχρανση [θηλ.ουσ] ψωμοτρώγω {ψωμόφαγα}...
ψυχραντικός [επίθ.] ψωμοτύρι {ψωμοτυρ-ι...
ψυχρηλασία {ψυχρηλασι... ψώμωμα [ουσ ουδ.]
ψυχρολουσία {ψυχρολουσ... ψωμώνω {ψώμω-σα, ...
ψυχρόμετρο {ψυχρομέτρ... ψώνια [ουσ ουδ πληθ.]
ψυχρός [επίθ.] ψωνίζω {ψώνισ-α, ...
ψυχρότητα {χωρ. πληθ... ψώνιο [ουσ ουδ.]
ψύχω {έψυ-ξα, ψ... ψώνισμα [ουσ ουδ.]
ψυχώ [ρ.] ψώρα {χωρ. πληθ...
ψυχωμένος [επίθ.] ψωραλέος [επίθ.]
ψύχων [επίθ.] ψωρίαση {-ης κ. -ά...
ψυχώνω {ψύχω-σα, ... ψωριασμένος [επίθ.]
ψύχωση {-ης κ. -ώ... ψωρικός [επίθ.]
ψυχωσικός [επίθ.] ψωροπερήφανος [επίθ.]
ψυχωτικός [επίθ.] ω! [επιφ.]
ψυχωφελής {ψυχωφελ-ο... ωαγωγός [ουσ αρσ ]
ψωλή [θηλ.ουσ] ωαριακός [επίθ.]
ψωμάδικο [ουσ ουδ.] ωάριο {ωαρί-ου |...
ψωμάκι {χωρ. γεν.... ώδε [επίρ.]
ψωμάς {ψωμάδες} ωδείο [ουσ ουδ.]
ψωμί {ψωμ-ιού |... ωδή [θηλ.ουσ]
ψωμοζήτης {ψωμοζητών... ωδική {χωρ. πληθ...
ψωμοζητώ {ψωμοζητάς... ωδικός [επίθ.]
ψωμοζώ {ψωμοζείς.... ωδινοφοβία [θηλ.ουσ]
ψωμόλυσσα {χωρ. πληθ... ώθηση {-ης κ. -ή...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: