Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χουφτώνω {χούφτω-σα... χρεώνομαι [ρ. παθ.]
χοχλακιάζω [ρ.αμτβ.] χρεώνω {χρέω-σα, ...
χοχλάκισμα [ουσ ουδ.] χρέωση {-ης κ. -ώ...
χοχλιός [ουσ αρσ ] χρεώστης {χρεωστών}
χρέη [ουσ ουδ πληθ.] χρεωστικός [επίθ.]
χρεία {χρειών} χρεωστώ [-είς/-άς,...
χρειάζεται [ρ. απρ.] χρήζω {μόνο ενεσ...
χρειάζομαι {χρειάσ-τη... χρήμα {χρήμ-ατος...
χρειαζούμενος [επίθ.] χρήματα [ουσ ουδ πληθ.]
χρειάρης [ουσ αρσ ] χρηματαγορά [θηλ.ουσ]
χρειώδες [θηλ. ουσ πληθ.] χρηματίζω {χρημάτισα...
χρειώδη [ουσ ουδ πληθ.] χρηματικός [επίθ.]
χρειώδης {χρειώδ-ου... χρηματισμός [ουσ αρσ ]
χρεμετισμός [ουσ αρσ ] χρηματιστηριακός [επίθ.]
χρεόγραφα [ουσ ουδ πληθ.] χρηματιστήριο [ουσ ουδ.]
χρεόγραφο [ουσ ουδ.] χρηματιστής {χρηματιστ...
χρεοκοπημένος [επίθ.] χρηματιστικός [επίθ.]
χρεοκοπία [θηλ.ουσ] χρηματοδότης {χρηματοδο...
χρεοκόπος [ουσ αρσ ] χρηματοδότηση {-ης κ. -ή...
χρεοκοπώ {χρεωκοπεί... χρηματοδότρια {χρηματοδο...
χρεολύσιο {χρεωλυσί-... χρηματοδοτώ {χρηματοδο...
χρεόνομαι [ρ.] χρηματοκιβώτιο {χρηματοκι...
χρέος {χρέ-ους |... χρηματομεσίτης {χρηματομε...
χρεοφειλέτης [ουσ αρσ ] χρήση [-εις]
Χρεωμένος [επίθ.] χρησικτησία {χρησικτησ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: