Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χόρτασμα [ουσ ουδ.] χουλιγκάνος [ουσ αρσ ]
χορτασμένος [επίθ.] χούμος [ουσ αρσ ]
χορταστικός [επίθ.] χουμοφόρος [επίθ.]
χορτάτος [επίθ.] χούνη [θηλ.ουσ]
χόρτο [ουσ ουδ.] χούντα {χωρ. γεν....
χορτολίβαδο [ουσ ουδ.] χουντικός [ουσ αρσ ]
χορτομηχανή [θηλ.ουσ] χουρμαδιά [θηλ.ουσ]
χορτοπιεστήριο [ουσ ουδ.] χουρμάς {χουρμάδες...
χορτόσουπα {δύσχρ. χο... χους {χου κ. χο...
χορτοφαγία [θηλ.ουσ] χούφτα {δύσχρ. χο...
χορτόφαγος [επίθ.] χούφταλο [ουσ ουδ.]
χορτοφάγος [επίθ.] χουφτιά [θηλ.ουσ]
χορωδία {χορωδιών} χουφτώνω {χούφτω-σα...
χορωδιακός [επίθ.] χοχλακιάζω [ρ.αμτβ.]
χορωδός [ουσ αρσ και θηλ.] χοχλάκισμα [ουσ ουδ.]
χουβαρνταλίκι {χωρ. γεν.... χοχλιός [ουσ αρσ ]
χουβαρντάς {χουβαρντά... χρέη [ουσ ουδ πληθ.]
χουγιάζω {χούγιαξα}... χρεία {χρειών}
χουζούρεμα [ουσ ουδ.] χρειάζεται [ρ. απρ.]
χουζουρεύω {χουζούρε-... χρειάζομαι {χρειάσ-τη...
χουζούρι [ουσ ουδ.] χρειαζούμενος [επίθ.]
χουλιάρα {χουλιαρ-ι... χρειάρης [ουσ αρσ ]
χούλιγκαν {άκλ.} χρειώδες [θηλ. ουσ πληθ.]
χουλιγκανισμός [ουσ αρσ ] χρειώδη [ουσ ουδ πληθ.]
χουλιγκάνοι [ουσ αρσ πληθ.] χρειώδης {χρειώδ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: