Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χειλανθής [επίθ.] χειραφετημένος [επίθ.]
χειλεοδοντικός [επίθ.] χειραφέτηση {-ης κ. -ή...
χειλεοουρανισκόφωνος [επίθ.] χειραφετούμαι [ρ. παθ.]
χειλεορινικός [επίθ.] χειραφετώ {χειραφετε...
χείλι {χειλ-ιού ... χειραψία {χειραψιών...
χειλικός [επίθ.] χειρίδα [θηλ.ουσ]
χείλος {χείλ-ους ... χειρίζομαι {χειρίστηκ...
χείλωμα {χειλώμ-ατ... χειρισμός [ουσ αρσ ]
χειμάζομαι {χειμάστηκ... χειριστήριο {χείριστηρ...
χείμαρρος {χειμάρρ-ο... χειριστής {χειριστρι...
χειμαρρώδης {χειμαρρώδ... χείριστος {χειρίστ-ο...
χειμαρρωδώς [επίρ.] χεί§ρι§στος [επίθ.]
χειμερινός [επίθ.] χειρίστρια {χειριστρι...
χειμέριος -α -ο θηλ.... χειροβομβίδα [θηλ.ουσ]
χειμώνας [ουσ αρσ ] χειρογραφία [θηλ.ουσ]
χειμωνιά {χωρ. πληθ... χειρόγραφο {χειρογράφ...
χειμωνιάτικος [επίθ.] χειρόγραφος [επίθ.]
χειμωνικό [ουσ ουδ.] χειροδικώ {χειροδικε...
χείρ {χειρ-ός, ... χειροδράπανο [ουσ ουδ.]
χειραγωγός [ουσ αρσ και θηλ.] χειροκίνητα [επίρ.]
χειράμαξα {χειραμαξώ... χειροκίνητος [επίθ.]
χειραμάξι [ουσ ουδ.] χειροκρότημα {χειροκροτ...
χειραμάξιο [ουσ ουδ.] χειροκρότηση [θηλ.ουσ]
χειράμαξο [ουσ ουδ.] χειροκροτητής [ουσ αρσ ]
χειραποσκευές [θηλ. ουσ πληθ.] χειροκροτώ {χειροκροτ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: