Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χειμάζομαι
ρήμα αμετάβατο

1 patire (vi)
2 soffrire (vt vi)
3 tormentarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χείλωμα χείμαρρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---