Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χαρτοσημαίνω {χαρτοσήμα... χάσκας [ουσ αρσ ]
χαρτοσήμανση [θηλ.ουσ] χασκογελώ {χασκογελά...
χαρτόσημο {χαρτοσήμ-... χάσκω {μόνο σε ε...
χαρτοταινία [θηλ.ουσ] χάσμα {χάσμ-ατος...
χαρτοφύλακας {χαρτοφυλά... χάσμημα [ουσ ουδ.]
χαρτοφυλάκιο {χαρτοφυλα... χασμούρημα {χασμουρήμ...
χαρτωσιά [θηλ.ουσ] χασμουρητό [ουσ ουδ.]
Χάρυβδη η (χωρίς π... χασμουριέμαι {χασμουρήθ...
χαρωπός [επίθ.] χασμουριούμαι (χασνμουρή...
χασάπης {χασάπηδες... χασμωδία {χασμωδιών...
χασάπικο [ουσ ουδ.] χασοδίκης {χασοδικών...
χασαπιό [ουσ ουδ.] χασομεράω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
χασαπόπουλο [ουσ ουδ.] χασομέρης {χασομέρηδ...
χασαποταβέρνα {χασαποταβ... χασομέρι {χωρ. γεν....
χασές {χασέδες} χασομερώ {χασομεράς...
χασίκλας [ουσ αρσ ] χασούρα {χωρ. πληθ...
χασικλής {χασικλήδε... χαστούκι {χαστουκ-ι...
χάσικος [επίθ.] χαστουκιά [θηλ.ουσ]
χάσιμο {χασίμ-ατο... χαστουκίζω {χαστούκισ...
χασίς {άκλ.} χατζής {χατζήδες}
χασίσι {χασισιού} χαυλιόδοντας {χαυλιοδόν...
χασισοποτείο [ουσ ουδ.] χαύνος [επίθ.]
χασισοπότης {χασισοποτ... χαυνότητα [θηλ.ουσ]
χασισοφυτεία {χασισοφυτ... χαυνωμένα [επίρ.]
χασκαρίζω [ρ.] χαυνωμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: