Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χαυνώνω (χαύν-ωσα,... χειλεορινικός [επίθ.]
χαύνωση {-ης κ. -ώ... χείλι {χειλ-ιού ...
χαφιεδισμός {χωρ. πληθ... χειλικός [επίθ.]
χαφιές {χαφιέδες}... χείλος {χείλ-ους ...
χάφτω {έχαψα, χά... χείλωμα {χειλώμ-ατ...
χάχανα {χωρ. γεν.... χειμάζομαι {χειμάστηκ...
χαχανητά [ουσ ουδ πληθ.] χείμαρρος {χειμάρρ-ο...
χαχανητό [ουσ ουδ.] χειμαρρώδης {χειμαρρώδ...
χαχανίζω {χαχάνισα}... χειμαρρωδώς [επίρ.]
χαχάνισμα [ουσ ουδ.] χειμερινός [επίθ.]
χάχανο [ουσ ουδ.] χειμέριος -α -ο θηλ....
χάχας {χωρ. πληθ... χειμώνας [ουσ αρσ ]
χαχόλικος [επίθ.] χειμωνιά {χωρ. πληθ...
χάψη [θηλ.ουσ] χειμωνιάτικος [επίθ.]
χαψιά [θηλ.ουσ] χειμωνικό [ουσ ουδ.]
χάψιμο [ουσ ουδ.] χείρ {χειρ-ός, ...
χαώδης {χαώδ-ους ... χειραγωγός [ουσ αρσ και θηλ.]
χεδίβης [ουσ αρσ ] χειράμαξα {χειραμαξώ...
χεδρωπά [ουσ ουδ πληθ.] χειραμάξι [ουσ ουδ.]
χεζάς {χεζάδες} χειραμάξιο [ουσ ουδ.]
χέζω {έχεσα, χέ... χειράμαξο [ουσ ουδ.]
χειλάκι {χωρ. γεν.... χειραποσκευές [θηλ. ουσ πληθ.]
χειλανθής [επίθ.] χειραφετημένος [επίθ.]
χειλεοδοντικός [επίθ.] χειραφέτηση {-ης κ. -ή...
χειλεοουρανισκόφωνος [επίθ.] χειραφετούμαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: