Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φωνογράφος [ουσ αρσ ] φωσφορυλίωση [θηλ.ουσ]
φωνολογία {χωρ. πληθ... Φώτα [ουσ ουδ πληθ.]
φωνολογικός [επίθ.] φωταγώγηση {-ης κ. -ή...
φωνομετρία {χωρ. πληθ... φωταγωγία {φωταγωγιώ...
φωνόμετρο {φωνομέτρ-... φωταγωγώ {φωταγωγεί...
φωνοσκόπιο {φωνοσκοπί... φωταέριο {φωταερίου...
φωνόχορτο [ουσ ουδ.] φωτάκι [ουσ ουδ.]
φωνώ [-είς, -εί... φωταυγής [επίθ.]
φώραση {-ης κ. -ά... φωταψία {φωταψιών}
φωρατής [ουσ αρσ ] φωτάω [ρ.]
φως {φωτ-ός | ... φωτεινά [επίρ.]
φωσγένιο [ουσ ουδ.] φωτεινός [επίθ.]
φωστήρας [ουσ αρσ ] φωτεινότητα [θηλ.ουσ]
φωσφατάση [θηλ.ουσ] φωτιά [θηλ.ουσ]
φωσφίνιο [ουσ ουδ.] φωτιά! [επιφ.]
φωσφολιπίδιο [ουσ ουδ.] φωτίζομαι [ρ. παθ.]
φωσφορίζω {εύχρ. μόν... φωτίζω {φώτισ-α, ...
φωσφορίζων [επίθ.] φώτιση {-ης κ. -ί...
φωσφορικός [επίθ.] φώτισμα [ουσ ουδ.]
φωσφορισμός {χωρ. πληθ... φωτισμένος [επίθ.]
φωσφορίτης {φωσφοριτώ... φωτισμός [ουσ αρσ ]
φώσφορος {χωρ. πληθ... φωτιστής [ουσ αρσ ]
φωσφόρος [ουσ αρσ ] φωτιστικά [ουσ ουδ πληθ.]
φωσφορούχος [επίθ.] φωτιστικό [ουσ ουδ.]
φωσφορυλιώνω [ρ.] φωτιστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: