Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φωτίζομαι
ρήμα παθητικό

1 illuminarsi
2 rischiarare (vi)
3 rischiararsi (vrifl)
4 schiarire (vi)
5 schiarirsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φωτιά! φωτίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---