Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φτιασιδώνομαι (φτιασιδ-ώ... φτωχικό [ουσ ουδ.]
φτιάσιμο [ουσ ουδ.] φτωχικός [επίθ.]
φτιαστός [επίθ.] φτωχογειτονιά [θηλ.ουσ]
φτιάχνομαι αόρ. έφτια... φτωχομαχαλάς {φτωχομαχα...
φτιάχνω αόρ. έφτια... φτωχοντυμένος [επίθ.]
φτιαχτός [επίθ.] φτωχός [επίθ.]
φτου! [επιφ.] φτωχόσπιτο [ουσ ουδ.]
φτυάρι {φτυαρ-ιού... φτωχούλης [επίθ.]
φτυαριά [θηλ.ουσ] φυγάδας [ουσ αρσ ]
φτυαρίζω {φτυάρισ-α... φύγαμε! [επιφ.]
φτυάρισμα [ουσ ουδ.] φυγάς [ουσ αρσ ]
φτύμα {φτύμ-ατος... φυγή {χωρ. πληθ...
φτύνω {έφτυσα, φ... φυγοδικία [θηλ.ουσ]
φτυσιά [θηλ.ουσ] φυγόδικος {φυγοδίκ-ο...
φτυσιματιά [θηλ.ουσ] φυγοδικώ [-είς, -εί...
φτύσιμο {φτυσίμ-ατ... φυγοδικών [επίθ.]
φτύσμα {φτύσμ-ατο... φυγοκέντρηση [θηλ.ουσ]
φτυστός [επίθ.] φυγοκεντρικός [επίθ.]
φτω (έφτυσα, φ... φυγόκεντρος [επίθ.]
φτωχά [επίρ.] φυγοκεντρώ [ρ.]
φτωχαδάκι {χωρ. γεν.... φυγομαχώ [-είς, -εί...
φτωχαίνω {φτώχυνα} ... φυγοπόλεμος [επίθ.]
φτώχεια [θηλ.ουσ] φυγοπονία [θηλ.ουσ]
φτώχεμα [ουσ ουδ.] φυγόπονος [επίθ.]
φτωχικά [επίρ.] φυγοπονώ {φυγοπονεί...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: