Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φορολογικός [επίθ.] φορτσάτος [επίθ.]
φορολογούμαι [ρ.] φόρτωμα {φορτώμ-ατ...
φορολογούμενος [ουσ αρσ ] φορτωμένος [επίθ.]
φορολογώ {φορολογεί... φορτώνομαι [ρ. παθ.]
φόρος [ουσ αρσ ] φορτώνω {φόρτω-σα,...
φοροτεχνικός [ουσ αρσ και θηλ.] φόρτωση [θηλ.ουσ]
φόρουμ [ουσ ουδ.] φορτωτήρας [ουσ αρσ ]
φοροφυγάδας [ουσ αρσ ] φορτωτής [ουσ αρσ ]
φόρτε {άκλ.} φορτωτικά [ουσ ουδ πληθ.]
φορτηγάκι {χωρ. γεν.... φορτωτική [θηλ.ουσ]
φορτηγατζής {φορτηγατζ... φορώ {φορ-άς κ....
φορτηγίδα [θηλ.ουσ] φουαγιέ [ουσ ουδ.]
φορτηγό [ουσ ουδ.] φουγάρο [ουσ ουδ.]
φορτίζω {φόρτισ-α,... φούγκα {χωρ. πληθ...
φορτικά [επίρ.] φουκαρά! [επιφ.]
φορτικός [επίθ.] φουκαράς {φουκαράδε...
φορτικότητα [θηλ.ουσ] φουκαρατζίκος [ουσ αρσ ]
φορτίο [ουσ ουδ.] φουκαριάρης {φουκαριάρ...
φόρτιση [θηλ.ουσ] φουκαριάρικος [επίθ.]
φορτισμένος [επίθ.] φουλάρι {φουλαρ-ιο...
φορτιστής [ουσ αρσ ] φουλαριστός [επίθ.]
φόρτος {χωρ. πληθ... φουλάρω {φούλαρα κ...
φορτσάδος [επίθ.] φούμαρα [ουσ ουδ πληθ.]
φορτσάρισμα [ουσ ουδ.] φουμάρω {φούμαρα κ...
φορτσάρω {φορτσάρισ... φούμο [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: