Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φορώ
ρήμα μεταβατικό

1 indossare
2 [φέρω] portare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φορτωτική φουαγιέ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


φορώ κάτι = avere qualcosa addosso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---