Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φαρδύς {φαρδ-ιού ... φαρμακώνομαι [ρ. παθ.]
φαρέτρα {φαρετρών} φαρμακώνω {φαρμάκω-σ...
φαρισαϊκός [επίθ.] φαρόπλοιο [ουσ ουδ.]
Φαρισαίος [ουσ αρσ ] φάρος [ουσ αρσ ]
φαρισαϊσμός [ουσ αρσ ] φαροφύλακας {φαροφυλάκ...
φάρμα {χωρ. γεν.... φάρσα {χωρ. γεν....
φάρμακα [ουσ ουδ πληθ.] φαρσέρ {άκλ.}
φαρμακεία η (χωρίς π... φαρσί [επίρ.]
φαρμακείο [ουσ ουδ.] φαρσοειδής [επίθ.]
φαρμακερός [επίθ.] φαρσοκωμωδία {φαρσοκωμω...
φαρμακευτική [θηλ.ουσ] φάρυγγας {φαρύγγων}
φαρμακευτικός [επίθ.] φαρυγγικός [επίθ.]
φαρμάκι {δύσχρ. φα... φαρυγγίτιδα [θηλ.ουσ]
φάρμακο {φαρμάκ-ου... φαρυγγολαρυγγίτιδα [θηλ.ουσ]
φαρμακοβιομήχανος {-ου κ. -ά... φαρυγγολογία {φαρυγγορρ...
φαρμακόγλωσσα {χωρ. γεν.... φαρυγγοσκοπία [θηλ.ουσ]
φαρμακοθεραπεία {φαρμακοθε... φαρυγγοσκόπιο {φαρυγγοσκ...
φαρμακολογία {χωρ. πληθ... φαρυγγοσκόπιση [θηλ.ουσ]
φαρμακολογικός [επίθ.] φαρυγγοτομία {φαρυγγοτο...
φαρμακολόγος [ουσ αρσ ] φάρυγξ [ουσ αρσ ]
φαρμακομύτης [επίθ.] φαρφουρί {άκλ.}
φαρμακοποιός [ουσ αρσ και θηλ.] φασαμέν {άκλ.}
φαρμακώδης {φαρμακώδ-... φασαρία {φασαριών}
φαρμάκωμα [ουσ ουδ.] φασαρίας {χωρ. πληθ...
φαρμακωμένος [επίθ.] φασαριόζικος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: