Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

υπεγγυότητα [θηλ.ουσ] υπεραγορά [θηλ.ουσ]
υπέδαφος {υπεδάφους... υπεραγώγιμος [επίθ.]
υπεζωκώς {υπεζωκότ-... υπεραγωγιμότητα {χωρ. πληθ...
υπεισέρχομαι {υπεισήλθα... υπεραγωγός [ουσ αρσ ]
υπεκμισθώνω {υπεκμίσθω... υπεραδρεναλινισμός [ουσ αρσ ]
υπεκμίσθωση [θηλ.ουσ] υπεραζωταιμία [θηλ.ουσ]
υπεκμισθωτής {υπεκμισθω... υπεραιμία {χωρ. πληθ...
υπεκφεύγω {υπεξέφυγα... υπεραιμικός [επίθ.]
υπεκφυγή [θηλ.ουσ] υπεραίρομαι {μόνο σε ε...
υπεναντίος [επίθ.] υπεραισθησία {χωρ. πληθ...
υπενάντιος [ουσ αρσ ] υπεραισθητικός [επίθ.]
υπενδύτης [ουσ αρσ ] υπερακοντίζω {υπερακόντ...
υπενθυμίζω {υπενθύμισ... υπεραλγησία [θηλ.ουσ]
υπενθυμιστικό [ουσ ουδ.] υπεραμύνομαι {υπεραμύνθ...
υπενοικιάζω {υπενοικία... υπεράνθρωπα [επίρ.]
υπενοικιάζων [ουσ αρσ ] υπεράνθρωπος [επίθ.]
υπενοικίαση [θηλ.ουσ] υπεράνθρωπος {υπερανθρώ...
υπενοικιαστής {υπενοικια... υπερανυψώνομαι [ρ.]
υπεξαίρεση {-ης κ. -έ... υπεράνω [επίρ.]
υπεξαιρώ [-είς, -εί... υπεραξία {χωρ. πληθ...
υπεξούσιος [επίθ.] υπεραπασχόληση {-ης κ. -ή...
υπεξουσιότητα [θηλ.ουσ] υπεραπλουστευτικά [επίρ.]
υπέρ [πρόθ.] υπεραπλουστευτικός [επίθ.]
υπερ– [πρθμ.] υπεράριθμος [επίθ.]
υπεραγαπώ {υπεραγαπά... υπεραρκετός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: