Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόυπεξαίρεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 appropriazione 2 malversazione 3 peculato 4 prevaricazione 5 sottrazione 6 usurpazione 7 appropriazione indebita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |