Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τσιμέντο [ουσ ουδ.] τσιράκι {χωρ. γεν....
τσιμεντοβιομηχανία {τσιμεντοβ... τσιρίζω (τσίριξα)
τσιμεντώνω [ρ. μτβ.] τσιριμόνιες [θηλ. ουσ πληθ.]
τσιμινιέρα {τσιμινιέρ... τσίρισμα [ουσ ουδ.]
τσιμουδιά {χωρ. πληθ... τσιριχτός [επίθ.]
τσιμουδιά! [επιφ.] τσίρκο [ουσ ουδ.]
τσιμούχα [θηλ.ουσ] τσίρλα {χωρ. γεν....
τσίμπημα {τσιμπήμ-α... τσιρλητό [ουσ ουδ.]
τσιμπηματιά [θηλ.ουσ] τσίρος [ουσ αρσ ]
τσιμπιά [θηλ.ουσ] τσιρότο [ουσ ουδ.]
τσιμπίδα [θηλ.ουσ] τσιτσερόνε {άκλ.}
τσιμπιδάκι {χωρ. γεν.... τσιτσίδι [επίρ.]
τσιμπιέμαι [ρ.] τσίτσιδος [επίθ.]
τσίμπλα {χωρ. γεν.... τσιτσιρίζομαι [ρ.]
τσιμπλιάρης [επίθ.] τσιτσιρίζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
τσιμπολογήματα [ουσ ουδ πληθ.] τσιτσίρισμα [ουσ ουδ.]
τσιμπολογώ {τσιμπολογ... τσίτωμα [ουσ ουδ.]
τσιμπούκι {τσιμπουκ-... τσιτωμένος [επίθ.]
τσιμπούρι {τσιμπουρ-... τσιτώνω (τσίτ-ωσα,...
τσιμπούσι {τσιμπουσ-... τσιτωτός [επίθ.]
τσιμπώ {τσιμπάς..... τσιφλικάδες [ουσ αρσ πληθ.]
τσίνορο [ουσ ουδ.] τσιφλικάς {τσιφλικάδ...
τσίπα {χωρ. πληθ... τσιφλίκι {τσιφλικ-ι...
τσιπούρα [θηλ.ουσ] τσιφλικούχος [ουσ αρσ και θηλ.]
τσίπουρο [ουσ ουδ.] τσιφούτης {τσιφούτηδ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: