Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
τσιμούχα
ουσιαστικό θηλυκό
1
gerlo
2
guarnizione
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< τσιμουδιά!
τσίμπημα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
τσιμεντοβιομηχανία
{τσιμεντοβ...
τσιμεντώνω
[ρ. μτβ.]
τσιμινιέρα
{τσιμινιέρ...
τσιμουδιά
{χωρ. πληθ...
τσιμουδιά!
[επιφ.]
τσιμούχα
[θηλ.ουσ]
τσίμπημα
{τσιμπήμ-α...
τσιμπηματιά
[θηλ.ουσ]
τσιμπιά
[θηλ.ουσ]
τσιμπίδα
[θηλ.ουσ]
τσιμπιδάκι
{χωρ. γεν....
τσιμπιέμαι
[ρ.]
τσίμπλα
{χωρ. γεν....
τσιμπλιάρης
[επίθ.]
τσιμπολογήματα
[ουσ ουδ πληθ.]
τσιμπολογώ
{τσιμπολογ...
τσιμπούκι
{τσιμπουκ-...
τσιμπούρι
{τσιμπουρ-...
τσιμπούσι
{τσιμπουσ-...
τσιμπώ
{τσιμπάς.....
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis