Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τσεβδός [επίθ.] τσιγγάνα [θηλ.ουσ]
τσεκ {άκλ.} τσιγγάνικος [επίθ.]
τσεκάρισμα [ουσ ουδ.] τσιγγάνος [ουσ αρσ ]
τσεκάρω {τσεκάρισ-... τσιγγούνικος [επίθ.]
τσεκουράκι [ουσ ουδ.] τσιγκέλι {τσιγκελ-ι...
τσεκούρι {τσεκουρ-ι... τσίγκλισμα [ουσ ουδ.]
τσεκουριά [θηλ.ουσ] τσιγκλώ [-άς, -ά]
τσεμπαλίστας {τσεμπαλισ... τσιγκογραφία {χωρ. πληθ...
τσεμπέρι [ουσ ουδ.] τσιγκογραφικός [επίθ.]
τσεπάκι [ουσ ουδ.] τσιγκογράφος [ουσ αρσ ]
τσέπη {τσεπών} τσίγκος [ουσ αρσ ]
τσεπώνω {τσέπω-σα,... τσιγκοτυπία [θηλ.ουσ]
τσέτουλος [επίθ.] τσιγκουνεύομαι (τσιγκουνε...
Τσέχα [θηλ.ουσ] τσιγκούνης [επίθ.]
Τσεχία [θηλ.ουσ] τσιγκουνιά [θηλ.ουσ]
τσεχικός [επίθ.] τσιγκούνικα [επίρ.]
τσέχικος [επίθ.] τσιγκούνικος [επίθ.]
Τσέχος [ουσ αρσ ] τσικνίζω {τσίκνισ-α...
Τσεχοσλοβακία [θηλ.ουσ] Τσικνοπέμπτη {χωρ. γεν....
τσιγαρίζω {τσιγάρισ-... τσικουδιά {χωρ. γεν....
τσιγάρισμα [ουσ ουδ.] τσικρίκι {τσικρικ-ι...
τσιγαρισμένος [επίθ.] τσίλι {άκλ.}
τσιγάρο [ουσ ουδ.] τσίλικος [επίθ.]
τσιγαροθήκη {τσιγαροθη... τσιλιμπούρδημα [ουσ ουδ.]
τσιγαρόχαρτο [ουσ ουδ.] τσιλιμπουρδίζω [ρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: