Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τράνεμα [ουσ ουδ.] τραπεζομάντιλο [ουσ ουδ.]
τρανεύω {τράνεψα} ... τράπουλα {δύσχρ. τρ...
τρανζίστορ {άκλ.} τραστ {άκλ.}
τράνζιτο {άκλ.} τράτα {δύσχρ. τρ...
τρανός [επίθ.] τρατάρω {τράτ-αρα ...
τρανοσύνη [θηλ.ουσ] τράτο [ουσ ουδ.]
τράνταγμα [ουσ ουδ.] τραυλίζω {τραύλισα}...
τρανταγμένος [επίθ.] τραύλισμα [ουσ ουδ.]
τραντάζομαι [ρ.] τραυλισμός [ουσ αρσ ]
τραντάζω {τράντα-ξα... τραυλός [επίθ.]
τράπεζα {-ας κ. -έ... τραύμα {τραύμ-ατο...
τραπεζάκι [ουσ ουδ.] τραυματίας {(θηλ. τρα...
τραπεζαρία {τραπεζαρι... τραυματίζομαι [ρ.]
τραπέζι {τραπεζ-ιο... τραυματίζω {τραυμάτισ...
τραπεζικός [επίθ.] τραυματικός [επίθ.]
τραπέζιο {τραπεζί-ο... τραυματιοφορέας {τραυματιο...
τραπεζίτης {τραπεζιτώ... τραυματισμένος [επίθ.]
τραπεζιτικός [επίθ.] τραυματισμός [ουσ αρσ ]
τραπεζιτικός [ουσ αρσ ] τραυματολογία {χωρ. πληθ...
τραπεζογραμμάτιο {τραπεζογρ... τραυματολογικός [επίθ.]
τραπεζόεδρο [ουσ ουδ.] τραυματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
τραπεζοειδές [ουσ ουδ.] τραχεία {χωρ. πληθ...
τραπεζοειδής {τραπεζοει... τραχειακός [επίθ.]
τραπεζοκόμος [ουσ αρσ και θηλ.] τραχεΐδη [θηλ.ουσ]
τραπεζομάντηλο [ουσ ουδ.] τραχειίτιδα {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: