Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τοξευτής {τοξευτριώ... τοπικός [επίθ.]
τοξεύω {τόξευ-σα,... τοπίο [ουσ ουδ.]
τοξικολογία {χωρ. πληθ... τοπιογραφία {τοπιογραφ...
τοξικολογικός [επίθ.] τοπιογραφικός [επίθ.]
τοξικολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] τοπιογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
τοξικομανής [-είς] τόπλες [ουσ ουδ.]
τοξικομανία [θηλ.ουσ] τοπογράφηση [θηλ.ουσ]
τοξικός [επίθ.] τοπογραφία {χωρ. πληθ...
τοξικότητα {χωρ. πληθ... τοπογραφικός [επίθ.]
τοξικοφοβία {χωρ. πληθ... τοπογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
τοξίκωση {-ης κ. -ώ... τοπογραφώ {τοπογραφε...
τοξίνη {τοξινών} τοποθεσία {τοποθεσιώ...
τοξίνωση {-ης κ. -ώ... τοποθετημένος [επίθ.]
τόξο [ουσ ουδ.] τοποθέτηση {-ης κ. -ή...
τοξοβολία [θηλ.ουσ] τοποθετούμαι [ρ. παθ.]
τοξοειδής {τοξοειδ-ο... τοποθετώ {τοποθετεί...
τοξότης [ουσ αρσ ] τοπολογία {χωρ. πληθ...
τοξοτρύπανο [ουσ ουδ.] τοπολογικός [επίθ.]
τοξοφόρος [επίθ.] τόπος [ουσ αρσ ]
τοξωτός [επίθ.] τοπούζι [ουσ ουδ.]
τόπι [ουσ ουδ.] τοπωνυμία {τοπωνυμιώ...
τοπικά [επίρ.] τοπωνυμικός [επίθ.]
τοπικισμός [ουσ αρσ ] τοπωνύμιο {τοπωνυμί-...
τοπικιστής [ουσ αρσ ] τορβάς [ουσ αρσ ]
τοπικιστικός [επίθ.] τόρευση [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: