Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τόπος
ουσιαστικό αρσενικό

1 luogo, posto
2 [χώρα] paese
3 [χώρος] spazio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τοπολογικός τοπούζι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


έμεινε στον τόπο = c'è rimasto secco || ο κοινός τόπος = luogo [αρσ.] comune


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---