Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τεχνοτροπία {τεχνοτροπ... τζην [ουσ ουδ.]
τεχνουργία {τεχνουργι... τζίβα {χωρ. γεν....
τεχνουργός [ουσ αρσ και θηλ.] τζίνι {χωρ. γεν....
τέως [επίθ.] τζιπ {άκλ.}
τζαζ [ουσ ουδ.] τζιριτζάντζουλα [θηλ.ουσ]
τζάκετ {άκλ.} τζίρος [ουσ αρσ ]
τζάκι {τζακ-ιού ... τζίτζικας {χωρ. γεν....
Τζαμάικα [θηλ.ουσ] τζιτζίκι [ουσ ουδ.]
τζαμαρία {τζαμαριών... τζίτζιφα [θηλ.ουσ]
τζαμάς {τζαμάδες} τζιτζιφιόγκος [ουσ αρσ ]
τζάμι {τζαμ-ιού ... τζίτζιφο [ουσ ουδ.]
τζαμί {τζαμ-ιού ... τζίφρα {χωρ. γεν....
τζαμόπορτα {δύσχρ. τζ... τζοβαΐρι [ουσ ουδ.]
τζάμπα [επίρ.] τζογαδόρος [ουσ αρσ ]
τζάμπο [ουσ ουδ.] τζογάρισμα [ουσ ουδ.]
τζαμωτός [επίθ.] τζογάρω (τζογάρ-ισ...
τζάνερο [ουσ ουδ.] τζόγκινγκ [ουσ ουδ.]
τζάντζαλο [ουσ ουδ.] τζόκεϊ {άκλ.}
τζαρτζάρισμα [ουσ ουδ.] τζόκεϋ [ουσ ουδ.]
τζαρτζάρω {τζαρτζάρι... τζόκιγκ [ουσ ουδ.]
τζατζίκι {τζατζικ-ι... τζουκ μποξ. τζουκμπόξ {άκλ.}
Τζένοβα [θηλ.ουσ] τζούντο {άκλ.}
τζέντλεμαν {άκλ.} τζούρα {χωρ. γεν....
τζερεμές [ουσ αρσ ] τζουτζές {τζουτζέδε...
Τζέρσεϊ [ουσ ουδ.] τη [αντων.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: