Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότζερεμές
ουσιαστικό αρσενικό 1 danno 2 disutile 3 guasto 4 infingardo 5 mangiapane 6 mangiapolenta 7 ozioso 8 pigro 9 poltrone 10 sbucciafatiche 11 scansafatiche 12 scioperato 13 sfaticato 14 svogliato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |