Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σχιζόφυτο [ουσ ουδ.] σχολαστικότητα [θηλ.ουσ]
σχίζω {έσχισ-α, ... σχολείο [ουσ ουδ.]
σχίσιμο {σχισίμ-ατ... σχολειό [ουσ ουδ.]
σχίσμα {σχίσμ-ατο... σχόλη {χωρ. γεν....
σχισμάδα [θηλ.ουσ] σχολή [θηλ.ουσ]
σχισματιά [θηλ.ουσ] σχόλια [θηλ.ουσ]
σχισματικός [επίθ.] σχολιάζω {σχολίασ-α...
σχισμένος [επίθ.] σχολιασμένος [επίθ.]
σχισμή [θηλ.ουσ] σχολιασμός [ουσ αρσ ]
σχιστολιθικός [επίθ.] σχολιαστής {σχολιαστρ...
σχιστόλιθος {σχιστολίθ... σχολιαστικός [επίθ.]
σχιστόποδα [ουσ ουδ πληθ.] σχολικός [επίθ.]
σχιστός [επίθ.] σχόλιο [ουσ ουδ.]
σχιστοσωμίαση [θηλ.ουσ] σχολώ {σχολάς......
σχιστόσωμο [ουσ ουδ.] σώβρακα [ουσ ουδ πληθ.]
σχιστοφυής [επίθ.] σώβρακο [ουσ ουδ.]
σχοινοβασία {σχοινοβασ... σώζομαι αόρ. έσωσα...
σχοινοβάτης {σχοινοβατ... σώζω {έσωσα, σώ...
σχοινοτενής {σχοινοτεν... σωθικά [ουσ ουδ πληθ.]
σχοινοτενώς [επίρ.] Σωκράτης {-η κ. -άτ...
σχόλασμα {σχολάσματ... σωκρατικός [επίθ.]
σχολαστικά [επίρ.] σωληνάκι [ουσ ουδ.]
σχολαστικίζω {σχολαστίκ... σωληνάριο {σωληναρί-...
σχολαστικισμός [ουσ αρσ ] σωλήνας [ουσ αρσ ]
σχολαστικός -ή -ό θηλ.... σωλήνες [θηλ. ουσ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: