Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

συνεδριάζω {συνεδρίασ... συνενωμένος [επίθ.]
συνεδριακός [επίθ.] συνενώνομαι [ρ.]
συνεδρίαση {-ης κ. -ά... συνενώνω {συνένω-σα...
συνέδριο {συνεδρί-ο... συνένωση [θηλ.ουσ]
σύνεδρος {συνέδρ-ου... συνενώσιμος [επίθ.]
συνείδηση {-ης κ. -ή... συνενωτής [ουσ αρσ ]
συνειδητά [επίρ.] συνενωτικός [επίθ.]
συνειδητοποιώ {συνειδητο... συνεορτάζω {συνεόρτασ...
συνειδητός [επίθ.] συνεορτάζων [ουσ ουδ.]
συνειρμός [ουσ αρσ ] συνεορτασμός [ουσ αρσ ]
συνεισφέρω {συνεισ-έφ... συνεπάγομαι [ρ. μτβ.]
συνεισφέρων [επίθ.] συνεπαγόμενος [επίθ.]
συνεισφορά [θηλ.ουσ] συνεπαίρνω {συνεπήρα,...
συνεκδοχή [θηλ.ουσ] συνεπακόλουθος [επίθ.]
συνεκτικός [επίθ.] συνεπαρμένος [επίθ.]
συνεκτικότητα {χωρ. πληθ... συνέπεια {συνεπειών...
συνέλευση {-ης κ. -ε... συνεπεία [επίρ.]
συνένζυμο [ουσ ουδ.] συνεπής {συνεπ-ούς...
συνεννόηση {-ης κ. -ή... συνεπιβάτης {συνεπιβατ...
συνεννοούμαι {συνεννοεί... συνεπίκουρος [ουσ αρσ και θηλ.]
συνενοχή [θηλ.ουσ] συνεπιφέρω {συνεπέφερ...
συνένοχος {συνενόχ-ο... συνεπώς [επίρ.]
συνένοχος [ουσ αρσ και θηλ.] σύνεργα {συνέργων}
συνέντευξη {-ης κ. -ε... συνεργάζομαι {συνεργάστ...
Συνεντευξιαζόμενος [ουσ αρσ ] συνεργαζόμενος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: