Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σπουδαιότητα [θηλ.ουσ] σπυριάρης [επίθ.]
σπούδασμα [ουσ ουδ.] σπυρωτός [επίθ.]
σπουδασμένος [επίθ.] σταβέντο [επίρ.]
σπουδαστές [θηλ.ουσ] σταβλίζω {στάβλισ-α...
σπουδαστήριο {σπουδαστη... σταβλισμένος [επίθ.]
σπουδαστής {σπουδαστρ... σταβλισμός [ουσ αρσ ]
σπουδαστικός [επίθ.] σταβλίτης {σταβλιτών...
σπουδάστρια {σπουδαστρ... στάβλος [ουσ αρσ ]
σπουδαχτικός [επίθ.] σταβολαίμιασμα [ουσ ουδ.]
σπουδή [θηλ.ουσ] στάγδην [επίρ.]
σπουπίδια [ουσ ουδ πληθ.] στάγμα {στάγμ-ατο...
σπουργιτάκι [ουσ ουδ.] σταγόνα [θηλ.ουσ]
σπουργίτης {σπουργιτώ... σταγόνες [θηλ. ουσ πληθ.]
σπουργίτι [ουσ ουδ.] Σταγονίδια [ουσ ουδ πληθ.]
σπρέι [ουσ ουδ.] σταγονίδιο {σταγονιδί...
σπριντ [ουσ ουδ.] σταγονίτσα [θηλ.ουσ]
σπριντάρω [ρ.] σταγονόμετρο {σταγονομέ...
σπρίντερ {άκλ.} σταγονόρροια {χωρ. πληθ...
σπρωξιά [θηλ.ουσ] σταδιακά [επίρ.]
σπρωξίδι {δύσχρ. σπ... σταδιακός [επίθ.]
σπρώξιμο {σπρωξίμ-α... στάδιο {σταδίου |...
σπρώχνομαι [ρ.] σταδιοδρομία {σταδιοδρο...
σπρώχνω {έσπρωξα, ... στάζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
σπυράκι [ουσ ουδ.] σταθερά [θηλ.ουσ]
σπυρί {σπυρ-ιού ... σταθερά! [επιφ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: