Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σπέρμα {σπέρμ-ατο... σπηλιά [θηλ.ουσ]
σπερματέγχυση {-ης κ. -ύ... σπίθα {σπιθών}
σπερματικός [επίθ.] σπιθαμή [θηλ.ουσ]
σπερματογένεση {-ης κ. -έ... σπιθαμιαίος [επίθ.]
σπερματογόνος [επίθ.] σπιθίζω {σπίθισα} ...
σπερματοζωάριο {σπερματοζ... σπίθισμα [ουσ ουδ.]
σπερματόρροια [θηλ.ουσ] σπιθοβόλημα [ουσ ουδ.]
σπερματοφόρος [επίθ.] σπιθοβολώ {σπιθοβολε...
σπερματσέτο [ουσ ουδ.] σπιθουράκι [ουσ ουδ.]
σπερμοκτόνο [ουσ ουδ.] σπιθούρι {σπιθουρ-ι...
σπερμοκτόνος [επίθ.] σπίκερ {άκλ.}
σπερμολογία [θηλ.ουσ] σπιλιάδα [θηλ.ουσ]
σπερμολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] σπίλος [ουσ αρσ ]
σπερμολογώ {σπερμολογ... σπιλωμένος [επίθ.]
σπέρνω {έσπειρα, ... σπιλώνομαι [ρ.]
σπέσιαλ [επίθ.] σπιλώνω {σπίλω-σα,...
σπεσιαλίστας {χωρ. γεν.... σπίλωση [θηλ.ουσ]
σπεσιαλιτέ [θηλ.ουσ] σπινάρισμα [ουσ ουδ.]
σπεύδω {έσπευσ-α,... σπινθήρας [ουσ αρσ ]
σπεύδων [επίθ.] σπινθηρίζω {σπινθήρισ...
σπήλαιο {σπηλαί-ου... σπινθηρίζων [επίθ.]
σπηλαιολογία {χωρ. πληθ... σπινθηρισμός [ουσ αρσ ]
σπηλαιολογικός [επίθ.] σπινθηριστής [ουσ αρσ ]
σπηλαιολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] σπινθηροβόλημα {σπινθηροβ...
σπηλαιώδης {σπηλαιώδ-... σπινθηροβόλος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: