Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σπιλώνω
ρήμα μεταβατικό

1 disonorare
2 macchiare (vt)
3 macchiare (vt)
4 screditare (vt)
5 svergognare (vt)
6 tingere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σπιλώνομαι σπίλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---