Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σπανακόπιτα {δύσχρ. σπ... σπαρματσέτο [ουσ ουδ.]
σπάνια [επίρ.] σπαρμένος [επίθ.]
σπανίζω [ρ.αμτβ.] σπάρσιμο {σπαρσίμ-α...
σπάνιος [επίθ.] σπαρτά [ουσ ουδ πληθ.]
σπανιότητα [θηλ.ουσ] Σπάρτακος {-ου κ. -ά...
σπάνις {σπάνεως |... σπαρταρίζω (σπαρτάρ-η...
σπανίς [θηλ.ουσ] σπαρτάρισμα [ουσ ουδ.]
σπανίως [επίρ.] σπαρταριστός [επίθ.]
σπανός [επίθ.] σπαρταρώ {σπαρταράς...
σπαράγγι {σπαραγγ-ι... Σπάρτη [θηλ.ουσ]
σπαραγμός [ουσ αρσ ] Σπαρτιάτης [ουσ αρσ ]
σπαράζομαι [ρ. παθ.] σπαρτιάτικα [επίρ.]
σπαράζω {σπάρα-ξα,... σπαρτιατικός [επίθ.]
σπαρακτικός [επίθ.] σπαρτιάτικος [επίθ.]
σπαραξικάρδιος [επίθ.] σπάρτο [ουσ ουδ.]
σπαράσσω [ρ. μτβ. και αμετβ.] σπαρτός [επίθ.]
σπάραχνα {σπαράχνων... σπασαρχίδης {συνήθ. χω...
σπαραχτικός [επίθ.] σπάσιμο {σπασίμ-ατ...
σπάργανα {σπάργανων... σπασμένος [επίθ.]
σπάργανο [ουσ ουδ.] σπασμολυτικός [επίθ.]
σπαργάνωμα [ουσ ουδ.] σπασμός [ουσ αρσ ]
σπαργανώνω {σπαργάνω-... σπασμώδης {σπασμώδ-ο...
σπαργή [θηλ.ουσ] σπασμωδικός [επίθ.]
σπαρίλα {χωρ. γεν.... σπασουάρ [ουσ ουδ.]
σπαρίλας [ουσ αρσ ] σπαστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: