Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσπανιότητα
ουσιαστικό θηλυκό 1 carenza 2 carestia 3 inadeguatezza 4 infrequenza 5 insufficienza 6 magrezza 7 mancanza 8 penuria 9 peregrinità 10 pochezza 11 radezza 12 rarità 13 ristrettezza 14 scarsezza 15 scarsità 16 singolarità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |