Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σούσουρο [ουσ ουδ.] Σοφοκλής {-ή κ. -έο...
σούστα {σουστών} σοφολογιοτατισμός [ουσ αρσ ]
σουτ [ουσ ουδ.] σοφολογιότατος {-ου κ. -ά...
σουτ! [επιφ.] σοφός [επίθ.]
σουτζουκάκια [ουσ ουδ πληθ.] σπαγέτο [ουσ ουδ.]
σουτιέν [ουσ ουδ.] σπαγκέτι [ουσ ουδ.]
σουφλέ [ουσ ουδ.] σπαγκοραμμένος [επίθ.]
σούφρα {χωρ. γεν.... σπάγκος [ουσ αρσ ]
σουφραζέτα {σουφραζετ... σπάδικας [ουσ αρσ ]
σούφρωμα {σουφρώμ-α... σπαζοκεφαλιά [θηλ.ουσ]
σουφρωμένος [επίθ.] σπάζω {έσπασα, σ...
σουφρώνομαι [ρ.] σπαθάτος [επίθ.]
σουφρώνω {σούφρω-σα... σπάθη {σπαθών}
σοφά [επίρ.] σπαθί [ουσ ουδ.]
σοφάς {σοφάδες} σπαθιά [θηλ.ουσ]
σοφέρ {άκλ.} σπαθίζω {σπάθισα} ...
σοφία {χωρ. πληθ... σπαθίς [θηλ.ουσ]
σοφίζομαι {σοφίστηκα... σπαθισμός [ουσ αρσ ]
σόφισμα {σοφίσμ-ατ... σπαθιστής [ουσ αρσ ]
σοφιστεία {σοφιστειώ... σπαθοειδής {σπαθοειδ-...
σοφιστής [ουσ αρσ ] σπάλα {δύσχρ. σπ...
σοφιστικέ [επίθ.] σπαλαθιά [θηλ.ουσ]
σοφιστική [θηλ.ουσ] σπάλαθο [ουσ ουδ.]
σοφιστικός [επίθ.] σπαλέτα {σπαλετών}
σοφίτα {σπάν. σοφ... σπανάκι {σπανακ-ιο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: