Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σουφρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [ύφασμα] arricciare
2 [κλέβω] rubare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σουφρώνομαι σοφά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---