Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σουπερτάνκερ [ουσ ουδ.] σουσουράδα {χωρ. γεν....
σουπιά [θηλ.ουσ] σούσουρο [ουσ ουδ.]
σουπιέρα {σπαν. σου... σούστα {σουστών}
σούρα {χωρ. γεν.... σουτ [ουσ ουδ.]
σουραύλι {σουραυλ-ι... σουτ! [επιφ.]
σουρεαλισμός [ουσ αρσ ] σουτζουκάκια [ουσ ουδ πληθ.]
σουρεαλιστής {σουρεαλισ... σουτιέν [ουσ ουδ.]
σουρεαλιστικός [επίθ.] σουφλέ [ουσ ουδ.]
σουρίζω {σούριξα} σούφρα {χωρ. γεν....
σούρισμα {σουρίσμ-α... σουφραζέτα {σουφραζετ...
σούρνομαι αόρ. έσουρ... σούφρωμα {σουφρώμ-α...
σούρνω {έσουρα} α... σουφρωμένος [επίθ.]
σουρομαλλιάζομαι [ρ.] σουφρώνομαι [ρ.]
σούρουπο [ουσ ουδ.] σουφρώνω {σούφρω-σα...
σουρούπωμα {σουρουπώμ... σοφά [επίρ.]
σούρσιμο [ουσ ουδ.] σοφάς {σοφάδες}
σουρτούκεμα [ουσ ουδ.] σοφέρ {άκλ.}
σουρτουκεύω {σουρτούκε... σοφία {χωρ. πληθ...
σουρτούκης {σουρτούκη... σοφίζομαι {σοφίστηκα...
σούρωμα {σουρώματο... σόφισμα {σοφίσμ-ατ...
σουρωμένος [επίθ.] σοφιστεία {σοφιστειώ...
σουρώνω {σούρω-σα,... σοφιστής [ουσ αρσ ]
σουρωτήρι {σουρωτηρ-... σοφιστικέ [επίθ.]
σους! [επιφ.] σοφιστική [θηλ.ουσ]
σουσάμι {σουσαμ-ιο... σοφιστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: