Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σμπαραλιάζομαι [ρ.] σοβαρότητα [θηλ.ουσ]
σμπαραλιάζω {σμπαράλια... σοβαροφάνεια [θηλ.ουσ]
σμπαράλιασμα [ουσ ουδ.] σοβάς {σοβάδες} ...
σμπαραλιασμένος [επίθ.] σοβατζής {σοβατζήδε...
σμπάρος [ουσ αρσ ] σοβατίζω (σοβάτ-ισα...
σμπίρος [ουσ αρσ ] σοβάτισμα [ουσ ουδ.]
σμυριγλάς {σμυριγλάδ... σοβιέτ [ουσ ουδ.]
σμυρίγλι {σμυριγλ-ι... σοβιετικός [επίθ.]
σμυρίδα [θηλ.ουσ] σοβιετολόγος [ουσ αρσ ]
σμυριδόσκονη [θηλ.ουσ] σοβιετοποίηση [θηλ.ουσ]
σμυριδοτροχός [ουσ ουδ.] Σοβιετοποιώ [ρ.]
σμυριδόχαρτο [ουσ ουδ.] σοβινισμός [ουσ αρσ ]
σμυριδωμένος [επίθ.] σοβινιστής {σοβινιστρ...
Σμύρνη [θηλ.ουσ] σοβινιστικός [επίθ.]
σνακ [ουσ ουδ.] σοβράνο [επίθ.]
σνομπ [επίθ.] σόδα {δύσχρ. σο...
σνομπαρία {χωρ. γεν.... σοδειά [θηλ.ουσ]
σνομπάρω {σνόμπαρα ... σοδειές [θηλ. ουσ πληθ.]
σνομπισμός [ουσ αρσ ] σοδιά [ουσ ουδ πληθ.]
σοβαντίζω (σοβάτ-ισα... σοδιάζω {σόδιασ-α,...
σοβάντισμα [ουσ ουδ.] σόδιασμα [ουσ ουδ.]
σοβαρά [επίρ.] Σόδομα [θηλ.ουσ]
σοβαρεύομαι {σοβαρεύτη... σοδομία [θηλ.ουσ]
σοβαρός [επίθ.] σοδομισμός [ουσ αρσ ]
σοβαρότατος [επίθ.] σοδομιστής [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: